γυμνοκέφαλος

γυμνοκέφαλος
-η, -ο (AM γυμνοκέφαλος, -ον)
αυτός που έχει ακάλυπτο κεφάλι, ασκεπής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γυμνός — ή, ό (AM γυμνός, ή, όν) 1. αυτός που δεν φοράει τίποτε 2. εκείνος που δεν φοράει όλα τα απαραίτητα ενδύματα, μισοντυμένος 3. εκείνος που φοράει κουρέλια, ο ρακένδυτος 4. στερημένος από κάτι 5. αβοήθητος 6. απαλλαγμένος από κάτι 7. (για τόπους)… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… …   Dictionary of Greek

  • κοτιγκίδες — (cotingidae). Οικογένεια στρουθιομόρφων πτηνών της υπόταξης των τυράννων, στην οποία περιλαμβάνονται συνολικά 79 είδη. Έχουν μήκος 9 45 εκ. και φτέρωμα με ποικίλο χρωματισμό (τα αρσενικά μπορεί να έχουν εντονότερα χρώματα), συχνή παρουσία λοφίων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”